λευσμός

λευσμός
λευσμός, ὁ (Α) [λεύω]
λιθοβολία, λιθοβολισμός («τίς ἔσθ' ὁ μέλλων σκόλοπος ἢ λευσμοῡ τυχεῑν», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λευσμοί — λευσμός stoning masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευσμοῦ — λευσμός stoning masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευσμόν — λευσμός stoning masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”